- δολιχήρετμος
- δολιχ-ήρετμος (ἐρετμός): long-oared, making use of long oars; epith. of ships, and of the Phaeacian men. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
δολιχήρετμος — δολιχήρετμος, ον (Α) 1. (για πλοίο) που έχει μακριά κουπιά 2. (για άνθρωπο) που μεταχειρίζεται μακριά κουπιά … Dictionary of Greek
δολιχήρετμον — δολιχήρετμος long oared masc/fem acc sg δολιχήρετμος long oared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχηρέτμοιο — δολιχήρετμος long oared masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχηρέτμοισι — δολιχήρετμος long oared masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχηρέτμου — δολιχήρετμος long oared masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχηρέτμους — δολιχήρετμος long oared masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχήρετμοι — δολιχήρετμος long oared masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek